Comité de Coordinación | |
law | Συντονιστική Επιτροπή; Συντονιστική Επιτροπή |
comité de coordinación | |
gen. | συντονιστική επιτροπή; συντονιστική επιτροπή |
en el ámbito de | |
law | στον τομέα του/της |
Ello | |
med. | αυτό; εκείνο |
cooperación policial y judicial en materia penal | |
crim.law. | αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις |
| |||
συντονιστική επιτροπή | |||
επιτροπή συντονισμού | |||
| |||
Συντονιστική Επιτροπή |
Comité de Coordinación: 58 phrases in 24 subjects |