tension | |
el. | διαφορά δυναμικού; ηλεκτρική τάση |
industr. construct. | έλξη; τράβηγμα |
industr. construct. met. | τάση |
tech. | ηλεκτροκινητική δύναμη |
circuit ouvert | |
el. | ανοικτό κύκλωμα |
| |||
διαφορά δυναμικού; ηλεκτρική τάση | |||
έλξη; τράβηγμα | |||
τάση | |||
ηλεκτροκινητική δύναμη | |||
εφελκυσμός |
tension: 1228 phrases in 32 subjects |