stage d'étudiant | |
ed. | περίοδος πρακτικής άσκησης σπουδαστή |
lais | |
agric. | φωλιά |
lait | |
chem. | πολφός τσιμέντου; τσιμεντοπολφός |
econ. | γάλα |
entreprise | |
comp., MS | εταιρεία |
econ. | επιχείρηση |
| |||
περίοδος πρακτικής άσκησης σπουδαστή |
stages d'étudiants: 2 phrases in 1 subject |
Education | 2 |