soudage | |
environ. | συγκόλληση |
industr. | αυτογενής συγκόλληση; οξυγονοκόλληση |
arc | |
el. | βολταοκό τόξο |
IT transp. | τόξο ενδεικτικής κλίμακας |
med. | δεμάτιο; μεταλλικό τόξο; μικρά δέσμη |
avec | |
comp., MS | παρέχεται από |
électrode réfractaire | |
met. | μη αναλώμενο ηλεκτρόδιο |
| |||
συγκόλληση | |||
αυτογενής συγκόλληση; οξυγονοκόλληση | |||
κόλληση |
soudage: 563 phrases in 15 subjects |