DictionaryForumContacts

   French Greek
Google | Forvo | +

noun | verb | to phrases
sonde m
agric. αραιόμετρο
earth.sc. επαφέας
sonde v
agric. δειγματολήπτης τυριού; ζαχαρόμετρο; δοκιμαστικός σωλήνας
earth.sc. κεφαλή δοκιμής
el. δειγματολήπτης σύζευξης; οπτικός καθετήρας; δειγματολήπτης ή στέλεχος δειγματοληψίας' ανιχνευτήρας
environ., el. βοηθητικό ηλεκτρόδιο; δοκιμαστικό ηλεκτρόδιο
industr., construct., met. βυθόμετρο υαλομάζας
IT, el. αισθητήρας
med. καθετήρας; ανιχνευτής DNA
oil ερευνητική γεώτρηση
sugar., chem. γλευκόμετρο
tech. ανιχνευτής
tech., el. δοκιμαστική ακίδα
tech., law ανιχνευτική ράβδος βάθους χιονιού; συσκευή βολίσεως,βολίς
transp., construct. βυθομετρητής
sonder v
gen. διατρύω
sonde: 339 phrases in 23 subjects
Agriculture9
Astronautics16
Chemistry5
Communications1
Earth sciences18
Electronics22
Environment9
Food industry1
General11
Health care3
Industry3
Information technology28
Life sciences22
Materials science2
Mechanic engineering1
Medical132
Metallurgy1
Natural sciences19
Oil / petroleum2
Physical sciences7
Statistics3
Technology14
Transport10