sole | |
agric. | αγροτεμάχιο |
forestr. | γλώσσα |
industr. construct. met. | πυθμένας λεκάνης |
met. | εστία καμίνου; πυθμένας καμίνου; επικάλυψη φθειρομένης επιφανείας; πυθμένας χωνευτηρίου; δάπεδο; εστία |
dé | |
hobby | ζάρι |
chambre | |
industr. construct. met. | ανακομιστήρας θερμότητας |
| |||
αγροτεμάχιο | |||
γλώσσα (ψάρι) | |||
| |||
τμήμα γης | |||
γλώσσα (Pegusa kleinii, Solea kleinii, Synapturichthys kleinii) | |||
πυθμένας λεκάνης | |||
εστία καμίνου; πυθμένας καμίνου; επικάλυψη φθειρομένης επιφανείας; πυθμένας χωνευτηρίου; δάπεδο; εστία; βάση | |||
| |||
γλώσσες (Soleidae) | |||
French thesaurus | |||
| |||
list (Buglossidium luteum, Microchirus ocellatus, Microchirus theophila, quenselia azeiva, Microchirus variegatus, Solea lascaris, Solea vulgaris vulgaris, solea solea) | |||
| |||
société luxembourgeoise d’armes |
sole: 113 phrases in 15 subjects |