portier | |
commun. | εξολοθρευτής χρώματος; χρωμοδιακόπτης |
dé | |
agric. | βάση εκ σκυροδέματος |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
industr. construct. met. | κυβικά υαλοθραύσματα |
réception | |
gen. | δεξίωση |
| |||
εξολοθρευτής χρώματος; χρωμοδιακόπτης | |||
| |||
υπάλληλος υποδοχής άνδρας/γυναίκα |
portier: 7 phrases in 1 subject |
Labor law | 7 |