pilote | |
comp., MS | πιλοτική λύση; πρόγραμμα οδήγησης |
el. | οδηγός γραμμής; τόνος πιλότου συστήματος |
IT | οδηγοί |
IT dat.proc. | οδηγός |
lab.law. | πλοηγός |
piloter | |
mater.sc. | οδηγώ |
transp. | χειρίζομαι αεροσκάφος; πλοηγώ |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα |
hélicoptère | |
econ. | ελικόπτερο |
| |||
πιλοτική λύση; πρόγραμμα οδήγησης | |||
οδηγός γραμμής; τόνος πιλότου συστήματος | |||
κολαούζος ή πιλότος (Naucrates ductor) | |||
οδηγοί | |||
οδηγός | |||
πλοηγός | |||
| |||
οδηγώ | |||
χειρίζομαι αεροσκάφος; πλοηγώ; πιλοτάρω | |||
| |||
επανδρωμένος |
pilote d'hélicoptère: 2 phrases in 1 subject |
Transport | 2 |