ouvrier | |
econ. | εργάτης |
industr. construct. met. | φυσητής γυαλιού; κορδονιστής |
lab.law. industr. | χειρώνακτας; αμειβόμενος με ημερομίσθιο |
rémunéré | |
fin. | τοκοφόρο |
heure | |
gen. | ώρα |
| |||
εργάτης | |||
φυσητής γυαλιού; κορδονιστής | |||
χειρώνακτας; αμειβόμενος με ημερομίσθιο | |||
| |||
εργατικό δυναμικό |
ouvrier: 206 phrases in 21 subjects |