![]() |
objectif | |
agric. chem. | αντικειμενικός |
comp., MS | στόχος |
cultur. earth.sc. | αντικειμενικός φακός μικροσκοπίου |
exposition au risque | |
fin. | άνοιγμα; ανάληψη κινδύνων |
| |||
αντικειμενικός | |||
στόχος | |||
αντικειμενικός φακός μικροσκοπίου | |||
αντικειμενικός φακός |
objectif: 251 phrases in 34 subjects |