DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
moyen de paiement ayant cours légal
fin. επίσημο χρήμα; καθεστώς νομίμου χρήματος; νόμιμο μέσο πληρωμής βασιζόμενο στην πίστη; νόμιμο χρήμα; νόμισμα νόμιμης κυκλοφορίας