mesure | |
gen. | μέτρο |
account. | μέτρηση |
econ. social.sc. | μέτρο πολιτικής |
environ. | μέτρηση; μέτρα/; μέτρα/ πετρώματα |
IT | πληθικός αριθμός |
dé | |
hobby | ζάρι; κύβος |
l | |
tech. | μήκος |
acuité visuelle | |
nat.sc. | οπτική οξύτης |
| |||
μέτρο | |||
μέτρηση | |||
μέτρο πολιτικής | |||
μέτρα/γεωλογικά πετρώματα; μέτρα/γεωλογικά πετρώματα | |||
πληθικός αριθμός | |||
αριθμητική τιμή | |||
| |||
μέτρηση |
mesure: 1764 phrases in 64 subjects |