| |||
γεμιστήρας | |||
χώρος αποθήκευσης | |||
εμπορικό κατάστημα; συνεργείο (εργοστασίου); φουσκί; εμπορικό κατάστημα/συνεργείο εργοστασίου; compost; κομπόστ; κοπρόχωμα; προϊόν ολικής ή μερικής αποικοδομήσεως; τεχνητή κόπρος; υλικό βιοαποικοδομήσεως | |||
γεμιστήρας δελτίων | |||
αποθήκη | |||
αποθήκη πλώρης |
magasin: 110 phrases in 24 subjects |