limitation | |
gen. | καταστoλή |
comp., MS | ρυθμιστής ροής δεδομένων |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα; D* |
effort | |
earth.sc. mater.sc. | εσωτερική δύναμη |
law econ. | δαπάνη |
| |||
καταστoλή | |||
ρυθμιστής ροής δεδομένων | |||
περιορισμός |
limitation: 201 phrase in 34 subjects |