fonction | |
gen. | επάγγελμα; θέση; ιδιότητα |
IT | λειτουργία; λειτουργία; συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία |
IT tech. | πράξη ελέγχου |
patents. | υπηρεσία |
dé | |
hobby | ζάρι |
l | |
tech. | μήκος |
erreur | |
math. | λάθος ή σφάλμα |
| |||
επάγγελμα; θέση; ιδιότητα | |||
λειτουργία; συνάρτηση; συναρτησιακή διαδικασία | |||
πράξη ελέγχου | |||
υπηρεσία | |||
| |||
χρήσεις | |||
| |||
λειτουργία |
fonction: 1070 phrases in 46 subjects |