droit | |
environ. | δίκαιο; νομική; νομικά; δίκαιο δίκαιο |
IT transp. | ικανότητα |
law | δικαίωμα; νομική κατάσταση |
stat. fin. | δασμός; συνδρομή; τέλος |
| |||
δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου; νομική επιστήμη/νομικά | |||
απαίτηση | |||
αμβλύς | |||
ικανότητα | |||
δικαίωμα; νομική κατάσταση | |||
δασμός; συνδρομή; τέλος | |||
| |||
δίκαιο (σύνολο κανόνων δικαίου) | |||
| |||
νομική (επιστήμη); νομικά | |||
| |||
δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου δίκαιο σύνολο κανόνων δικαίου | |||
| |||
δικαιώματα |
droits: 3063 phrases in 67 subjects |