DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
noun | verb | to phrases
contreplaqué m
forestr. αντικολλητά
contreplaqué v
gen. αντικολλητό 2) κόντρα-πλακέ
agric. ξυλεία σε φύλλα πολύστρωτα επικολλητά
econ. αντικολλητό ξύλο
industr. ξυλεία σε φύλλα πολύστρωτα αντικολλητά
industr., construct. φλοίωμα κόντρα-πλακέ,αντικολλητόν
transp. αντικολλητή ξυλεία; κόντρα πλακέ
contreplaque v
industr., construct. φλοίωμα κόντρα-πλακέ,αντικολλητόν
mech.eng. ενδιάμεσο πλατώ; ενδιάμεσος δίσκος
contreplaquer v
industr., construct. αντικολλώ φλοιώματα ξύλου
contreplaqué: 79 phrases in 5 subjects
Agriculture1
Chemistry2
Industry70
Materials science2
Metallurgy4