DictionaryForumContacts

   French Greek
Google | Forvo | +

noun | adjective | to phrases
collecteur m
mech.eng., el. δακτύλιος συλλέκτη
collecteur adj.
agric. λήπτης; συλλέκτης αέρος
agric., industr. μεταφορέας; στραγγιστήρας μεταφοράς
coal., met. προ-συλλογή αερίου
construct. κύριος αγωγός αποστραγγίσεως; συλλεκτήριο στραγγιστήρι; αποδέκτης; τάφρος αποστράγγισης
earth.sc. συλλογέας
earth.sc., mech.eng. σωλήνας συλλογής
el. συλλέκτης; συλλέκτης με ελάσματα
environ. σωληναγωγός λυμάτων
mater.sc. δίκρουνο; διακλαδωτήρας
mech.eng. δεξαμενή συλλογής; άρθρωμα πολλαπλής υδραυλικής σύνδεσης; πολλαπλή
mech.eng., el. συλλέκτης με δακτύλιους
nucl.pow. κεφαλή
transp. συλλεκτήριος αγωγός; συλλεκτήριο βαγόνι; φορτηγό βαγόνι περισυλλογής
collecteur: 396 phrases in 23 subjects
Agriculture24
Chemistry8
Coal3
Communications6
Construction3
Earth sciences11
Economy1
Electronics177
Environment26
General7
Industry2
Information technology9
Life sciences9
Mechanic engineering68
Medical6
Metallurgy1
Microsoft3
Municipal planning1
Natural sciences2
Nuclear and fusion power1
Physical sciences1
Technology1
Transport26