classification | |
environ. | κατηγοριοποίηση; διαβάθμιση |
insur. | κατάταξη |
IT | βαθμός ασφάλειας |
stat. | ταξινόμηση; κατάταξη; συσταδοποίηση ή ομαδοποίηση |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα; D* |
| |||
κατηγοριοποίηση; διαβάθμιση | |||
βαθμός ασφάλειας | |||
ταξινόμηση; κατάταξη; συσταδοποίηση ή ομαδοποίηση | |||
ονοματολογία | |||
| |||
κατάταξη μιας χώρας | |||
French thesaurus | |||
| |||
Caractérise le niveau de protection des informations relevant du secret de la Défense nationale Très secret défense, Secret défense et Confidentiel défense. FRA |
classification: 363 phrases in 32 subjects |