Bureau | |
gen. | Προεδρείο |
comp., MS | επιφάνεια εργασίας; Εργασία |
polit. | Προεδρείο |
UN | Γενική Επιτροπή |
bureau | |
gen. | προεδρείο; προεδρείο |
environ. | γραφείο |
fin. | υποκατάστημα |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα |
entreprise | |
econ. | επιχείρηση |
| |||
προεδρείο | |||
γραφείο | |||
υποκατάστημα; κατάστημα τραπέζης | |||
μονάδα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Εξωτερικής Δράσης; Προεδρείο | |||
| |||
επιφάνεια εργασίας; Εργασία | |||
Προεδρείο | |||
Γενική Επιτροπή | |||
| |||
προεδρείο Συνέλευσης Ισης Εκπροσώπησης | |||
| |||
Προεδρείο εκλογές | |||
French thesaurus | |||
| |||
Eléments composant un état-major ou une division d’état-major. Il peut lui même être organisée en plusieurs sections. (FRA) |
bureau: 702 phrases in 54 subjects |