DictionaryForumContacts

   French
Google | Forvo | +
bois enstéré
agric., industr., construct. εστοιβαγμένη ξυλεία μικρού μήκους
forestr. στιβαγμένα καυσόξυλα; στιβαγμένα καυσόξυλα όγκου 3, 62 κ.μ.