bleu | |
gen. | κυανό; μπλε |
commun. | κυανοτυπία; κυανότυπο αντίγραφο |
industr. construct. met. | πρασινομπλέ ραβδώσεις υαλοπίνακος |
patente | |
tax. | φόρος επιτηδεύματος |
| |||
κυανό; μπλε | |||
κυανοτυπία; κυανότυπο αντίγραφο | |||
πρασινομπλέ ραβδώσεις υαλοπίνακος | |||
κυανή φωτοτυπία | |||
French thesaurus | |||
| |||
jeune soldat | |||
| |||
faire disparaître |
bleu: 277 phrases in 34 subjects |