Avoirs de réserve | |
fin. | Τηρούμενα αποθεματικά |
avoir de réserve | |
fin. | αποθεματικό μέσο; αποθεματικό στοιχείο ενεργητικού; τηρούμενα αποθεματικά; διαθέσιμα |
dé | |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
changer | |
comp., MS | εναλλαγή |
| |||
αποθεματικό μέσο; αποθεματικό στοιχείο ενεργητικού; τηρούμενα αποθεματικά; διαθέσιμα | |||
| |||
τηρούμενα αποθεματικά | |||
| |||
Τηρούμενα αποθεματικά |
avoir de réserve: 5 phrases in 1 subject |
Finances | 5 |