achat | |
econ. | πράξη αγοράς |
environ. | αγορά; προμήθεια; αγορά/προμήθεια |
| |||
πράξη αγοράς | |||
αγορά; προμήθεια; αγορά/προμήθεια | |||
| |||
οι προμήθειες που καταβάλλονται σε τρίτους για αγορές ή πωλήσεις που διενήργησαν για λογαριασμό της επιχείρησης |
achat: 319 phrases in 26 subjects |