absorption | |
agric. | ανάλωση |
busin. labor.org. | συγχώνευση δι'απορροφήσεως |
el. | παρανακλάσεις |
environ. | απορρόφηση; απορρόφηση |
nat.sc. life.sc. | απορρόφησις |
pharma. | συστηματική απορρόφηση |
transp. construct. | απορρόφηση |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα |
énergie | |
environ. | ενέργεια |
| |||
ανάλωση | |||
παρανακλάσεις | |||
απορρόφησις | |||
συστηματική απορρόφηση | |||
απορρόφηση | |||
συγκράτηση | |||
| |||
απορρόφηση; απορρόφηση έκθεση | |||
| |||
συγχώνευση δι'απορροφήσεως |
absorption: 354 phrases in 33 subjects |