absorbeur | |
gen. | απορροφητήρας |
chem. | απορροφητική στήλη; πύργος απορρόφησης |
industr. | απορροφητικό υλικό |
D* | |
commun. IT | ειδική ανιχνευτικότητα; D* |
onde | |
el. | κυματομορφή |
| |||
απορροφητήρας | |||
απορροφητική στήλη; πύργος απορρόφησης | |||
απορροφητικό υλικό | |||
απορροφητής |
absorbeur: 54 phrases in 16 subjects |