délai | |
gen. | τελική προθεσμία |
commun. | χρονική καθυστέρηση |
el. | καθυστέρηση μετάδοσης |
fin. unions. | προθεσμία χάριτος |
IT | όριο χρόνου |
dé | |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
route | |
environ. | αυτοκινητόδρομος |
| |||
τελική προθεσμία | |||
χρονική καθυστέρηση | |||
καθυστέρηση μετάδοσης | |||
προθεσμία χάριτος | |||
όριο χρόνου | |||
προθεσμία |
Délai: 338 phrases in 36 subjects |