Assistant | |
gen. | Bοηθός διοικήσεως |
comp., MS | οδηγός |
assistant | |
econ. | βοηθός |
ed. | βοηθός καθηγητής |
dé | |
construct. | κονίαμα εδράσεως |
earth.sc. | ηλεκτρόδιο σχήματος D |
hobby | ζάρι; κύβος |
Soutien à la direction | |
unions. | Στήριξης Διευθύvσεως |
| |||
βοηθός | |||
βοηθός διοικήσεως; βοηθός υπάλληλος | |||
| |||
Bοηθός διοικήσεως | |||
οδηγός | |||
| |||
βοηθός καθηγητής |
Assistants: 153 phrases in 18 subjects |