Rechercher | |
comp., MS | Εύρεση; Αναζήτηση; Διερεύνηση σε |
recherche | |
commun. IT | πράξη αναζήτησης |
comp., MS | αναζήτηση |
econ. | έρευνα |
IT tech. | διερεύνηση |
rechercher | |
comp., MS | εντοπισμός; αναζητώ, κάνω αναζήτηση |
itératif | |
IT tech. | επαναληπτικός |
2: 1056 phrases in 53 subjects |