1- | |
chem. | 1- -1,3-διμεθυλουρία |
mètre | |
earth.sc. | βαθμονομημένος κανόνας; μέτρο |
carre | |
industr. construct. | κόστα καλαποδιού |
carré | |
environ. | πλατεία; τετράγωνο |
met. | ράβδος τετραγωνικής διατομής; ράβδος χάλυβα τετραγωνικής διατομής |
| |||
1-5-αιθυλοσουλφονυλο-1,3,4-θειαδιαζολ-2-υλο-1,3-διμεθυλουρία |
1: 602 phrases in 42 subjects |