DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
άροτρο με μηχανικό έλεγχο για καλλιέργεια της λωρίδας του εδάφους κάτω από τα κλήματα της αμπέλου
agric. décavailloneuse mécanique; décavailloneuse à commande mécanique