Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
όργανο σε σχήμα ημικύκλιου,με διαβαθμισμένη περίμετρο,για τη μέτρηση των γωνιών ή τη χάραξη μιας ορισμένης γωνίας
scient.
Gradbogen
m
;
Transporteur
m
;
Winkelmesser
m
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips