DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
μέγιστο πλάτος οδόντωσης δυνάμενο να κατεργασθεί σε συγκεκριμένη οδοντοκοπτική μηχανή
mech.eng. Zahnbreite f; größte Verzahnbreite