DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
αυτός; ο ίδιος; το ίδιο; στο ίδιο χωρίο, κεφάλαιο, σημείο. Ομοίως, όπως παραπάνω, βλέπε παραπάνω.
gen. dasselbe (idem)