DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
έκρηξη υπονόμου με διάχυση προς τα άνω της εκρηκτικής δύναμης λόγω εκτίναξης της επιγόμωσης αντί θρυμματισμού του άνθρακα
coal. Ausblaeser f; ausblasender Schuss