DictionaryForumContacts

   Greek English
Google | Forvo | +
ελλειψη πιστοτητας
 έλλειψη πιστότητας
law failure to conform
| δεν
 δεν
gen. not; don't do not
| υπαρχει
 υπάρχω
gen. exist
| πιστοτητα
 πιστότητα
comp., MS fidelity
el. fidelity
gov. environ. trueness

to phrases
έλλειψη πιστότητας
law failure to conform
έλλειψη πιστότητας: 2 phrases in 1 subject
Law2