DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
μη αυτόματο όργανο μέτρησης χρησιμοποιούμενο για τη μέτρηση ποσοτήτων συναφών με τη μάζα,ή τιμών που προκύπτουν από τη μάζα
tech. non-automatic measuring instrument for the measurement of mass-related quantities or from mass-derived values