DictionaryForumContacts

   Greek
Google | Forvo | +
ληξιπρόθεσμο μέρος τμήμα κεφαλαίου; ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο; κεφάλαιο που έχει κληθεί να καταβληθεί
account. called-up capital