Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Portuguese
Spanish
G
o
o
g
l
e
|
Forvo
|
+
δικτυωτό από μετάλλινο σύρμα το οποίο παρεμποδίζει την επαφή των κλινοσκεπασμάτων με το τραυματισμένο μέλος
med.
bassinet
;
bassinette
;
cot
;
cradle
Add
|
Report an error
|
Get short URL
|
Language Selection Tips