DictionaryForumContacts

   Finnish
Google | Forvo | +
N/A FI
proced.law. πλάγια γραμμή; εκ των πραγμάτων συναγόμενη σχέση γονέα και τέκνου; οικογενειακή μερίδα; υποχρέωση οικονομικής στήριξης; εποπτικό συμβούλιο; μη απόδοση ή παράδοση τέκνου; σύγκρουση τεκμηρίων πατρότητας; υποχρέωση αρωγής
N/A
gen. εξαδέλφη; ξαδέλφη
law, immigr. άδεια προσλήψεως
proced.law. N/A EL; χήρος; χήρα; υιοθεσία συγγενούς πλάγιας γραμμής
N/A FR FI
law, immigr. δικαστική απέλαση; άδεια διαμονής που φέρει τη μνεία "προσόντα και ταλέντα"; άδεια διαμονής αορίστου διάρκειας
obs., law, immigr. άδεια κατοικίας
N/A FRFI
law, immigr. θεώρηση για παραμονή από τρεις έως έξι μήνες