Rückführung | |
gen. | επαναπατρισμός |
commun. | επαναδρομολόγηση |
commun. IT | οπισθοζευκτικό |
environ. industr. | ανακύκλωση |
immigr. | ακούσια επιστροφή; απέλαση |
IT earth.sc. | ανάδραση; ανατροφοδότηση |
D | |
life.sc. chem. | ασπαρτικό οξύ |
tatsächliche: 177 phrases in 30 subjects |