DictionaryForumContacts

   German
Google | Forvo | +
noun | verb | adjective | to phrases
Schleife f f =, -n
mech.eng. αυλακωτό στοιχείο
med. λημνίσκος; αγκύλη; θηλειά
schleifen v
met., mech.eng. αλέθω; λειαίνω με τόρνο
Schleife v
el. κλειστό κύκλωμα
industr., construct. φιόγκος; στράβωμα
IT ανακύκλωσις
leath. φιόγγος
life.sc. εξάρτησις; σύνδεσις
mech.eng. αυλακωτός σύνδεσμος
med. βρόγχος; βρόχος
transp. όχημα που ολισθαίνει πάνω σε κορμούς δένδρων
transp., construct. δακτύλιος; ελιγμός; καμπή
Schliff v
chem. στόμιο από εσμυρισμένη ύαλο; σύνδεσμος από εσμυρισμένη ύαλο
industr., construct., met. ταγιάρισμα
met. λειασμένη επιφάνεια
schleifen adj.
agric. ισοπεδώνω
industr., construct., mech.eng. τρίβω με γυαλόχαρτο; τρίβω με σμυριδόχαρτο
mech.eng. ισοπέδωση
met. λειαίνω; τροχίζω
met., mech.eng. τρίβω
Schleifen adj.
chem. ταγιάρισμα
forestr. μηχανική πολτοποίηση; θηλειά; βρόγχος
industr. άλεση
industr., construct., met. γιαλοχάρτισμα; στίλβωση
met. λείανση; τρόχισμα
transp. ολίσθηση
schleifen: 85 phrases in 13 subjects
Agriculture1
Chemistry3
Communications6
Electronics12
Environment2
Industry4
Information technology25
Mechanic engineering3
Medical20
Metallurgy5
Microsoft1
Technology1
Transport2