Regional- | |
med. | επιχώριος; τοπικός; περιφερειακός; τμηματικός |
regional | |
med. | περιφερειακός; επιχώριος; τοπικός; τμηματικός |
D | |
life.sc. chem. | ασπαρτικό οξύ |
Stabilitätspakt | |
econ. | σύμφωνο σταθερότητας |
FUR | |
med. | φθοροουριδίνη |
D | |
life.sc. chem. | ασπαρτικό οξύ |
Westlicher Balkan | |
econ. | Δυτικά Βαλκάνια |
| |||
περιφερειακός; επιχώριος; τοπικός; τμηματικός | |||
σε περιφερειακή κλίμακα; περιφερειακά | |||
| |||
επιχώριος; τοπικός; περιφερειακός; τμηματικός |
regionale: 306 phrases in 35 subjects |