Arbeit | |
econ. | εργασία |
lab.law. | έργο |
law lab.law. | χειρωνακτική εργασία |
Arbeiter | |
econ. | εργάτης |
lab.law. industr. | αμειβόμενος με ημερομίσθιο; χειρώνακτας |
law lab.law. | ωρομίσθιοι; εργατικό δυναμικό; χειρώναξ |
gleichzeitiges: 48 phrases in 17 subjects |