Sicherheit | |
gen. | προστασία και ασφάλεια |
chem. el. | προς τη μεριά της ασφάλειας |
comp., MS | Ασφάλεια |
econ. | εγγύηση |
environ. | ασφάλεια |
fin. | εγγύηση καταβολής φόρου |
fin. tech. | ενέχυρο |
law econ. fin. | πρόσθετη ασφάλεια |
stat. | εμπιστοσύνη |
German thesaurus | |||
| |||
gleichnamig |
gleiche: 137 phrases in 30 subjects |