Betrieb | |
econ. | απασχόληση |
el. | λειτουργία |
lab.law. | εργοστάσιο; συνεργείο |
law econ. | επιχείρηση |
mech.eng. el. | θέση λειτουργίας |
transp. | επιβατική κίνηση; όγκος επιβατικής κίνησης |
Betriebe | |
environ. | επιχειρήσεις |
dämpfungsbegrenzter: 1 phrase in 1 subject |
Communications | 1 |