DictionaryForumContacts

   German Greek
Google | Forvo | +

to phrases
Wirkungsgrad m m -(e)s, -e
earth.sc., el. απόδοση φωτοβολταϊκής μετατροπής
el. απόδοση; απώλεια απόδοσης σε μαγνητική εγγραφή; απόδοση φορτίου; βαθμός απόδοσης
energ.ind., el. φωτοβολταïκή απóδοση; απóδοση φωτοβολταïκής μετατροπής
environ. επίπεδο βαθμός αποδοτικότητας; επίπεδο βαθμός αποδοτικότητας αποτελεσματικότητας
environ., energ.ind. ωφέλιμη απόδοση
IT λόγος απόδοσης
IT, dat.proc. επάρκεια λειτουργίας; αποδοτικότητα
market. τεχνική απόδοση
met. συντελεστής απόδοσης
work.fl., IT ολική απόδοση
Wirkungsgrad: 82 phrases in 16 subjects
Agriculture3
Chemistry1
Communications3
Earth sciences28
Economy3
Electronics21
Energy industry6
General1
Health care1
Industry1
Information technology1
Life sciences3
Mechanic engineering4
Medical3
Natural sciences2
Transport1