| |||
παροχή ύδατος | |||
εφοδιασμός εις ύδωρ | |||
ύδρευση | |||
παροχή διανομή, πρόσληψη νερού; υδροδότηση; σύνδεση με δίκτυο νερού; διανομή νερού; ύδρευση/υδροδότηση/παροχή διανομή, πρόσληψη νερού; ύδρευση/υδροδότηση/παροχή διανομή (πρόσληψη νερού); Απόληψη αφαίρεση υδάτων, διαθέσιμα υδάτινα αποθέματα, υδατική διάβρωση, ύδρευση/υδροδότηση/παροχή διανομή, πρόσληψη νερού; παροχή νερού | |||
ανεφοδιασμός σε νερό |
Wasserversorgung: 9 phrases in 5 subjects |
Earth sciences | 1 |
Environment | 5 |
Finances | 1 |
General | 1 |
Natural sciences | 1 |