![]() |
Wärmeleistung | |
gen. | θερμική ισχύς ανά αντιδραστήρα επί συνεχούς λειτουργίας |
D | |
life.sc. chem. | ασπαρτικό οξύ |
Luftvorwärmer | |
mech.eng. | προθερμαντήρας αέρα εισαγωγής |
| |||
θερμική ισχύς ανά αντιδραστήρα επί συνεχούς λειτουργίας | |||
θερμική ισχύς |
Wärmeleistung: 5 phrases in 3 subjects |
Construction | 1 |
Energy industry | 1 |
Municipal planning | 3 |