Vitamin D | |
med. | αντιρραχητική βιταμίνη; ασβεστιοφερόλη; καλσιφερόλη; βιταμίνη D |
resistent | |
med. | ανθιστάμενος; ανθεκτικός |
Rachitis | |
med. | ραχίτις; ραχίτιδα |
| |||
αντιρραχητική βιταμίνη; ασβεστιοφερόλη; καλσιφερόλη; βιταμίνη D |
Vitamin-D: 8 phrases in 1 subject |
Medical | 8 |